- ἐπίρριψις
- ἐπίρριψιςcasting uponfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιρρίψει — ἐπίρριψις casting upon fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιρρίψεϊ , ἐπίρριψις casting upon fem dat sg (epic) ἐπίρριψις casting upon fem dat sg (attic ionic) ἐπιρρί̱ψει , ἐπιρριπτέω throw oneself aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιρρί̱ψει , ἐπιρριπτέω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρίψεις — ἐπίρριψις casting upon fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίρριψις casting upon fem nom/acc pl (attic) ἐπιρρί̱ψεις , ἐπιρριπτέω throw oneself aor subj act 2nd sg (epic) ἐπιρρί̱ψεις , ἐπιρριπτέω throw oneself fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρριψη — η (Α ἐπίρριψις) [επιρρίπτω] η πράξη τού επιρρίπτω, το να επιρρίπτει κανείς κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek
ἐπιρρίψῃ — ἐπιρρίψηι , ἐπίρριψις casting upon fem dat sg (epic) ἐπιρρί̱ψῃ , ἐπιρριπτέω throw oneself aor subj mid 2nd sg ἐπιρρί̱ψῃ , ἐπιρριπτέω throw oneself aor subj act 3rd sg ἐπιρρί̱ψῃ , ἐπιρριπτέω throw oneself fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)